- συγκαμπτός
- συγ-καμπτός, ή, όν,A flexed, Arist.IA709b7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαμπτός — ή, όν, Α [συγκάμπτω] λυγισμένος, καμπύλος … Dictionary of Greek
συγκαμπτῶν — συγκαμπτός flexed fem gen pl συγκαμπτός flexed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπτόν — συγκαμπτός flexed masc acc sg συγκαμπτός flexed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπτή — συγκαμπτός flexed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)